- προεφιστημι
- προεφίστημιπρο-εφίστημιнастораживать, обращать внимание
(τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοὺς ἀκούοντας ἐπί τι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προεφίστημι — Α εφιστώ την προσοχή, καθιστώ προσεκτικό κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει»] … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek